- χηνοβοσκικός
- χηνο-βοσκικός, ή, όν,A of a gooseherd, κλῆρος Pap. in Atti del IV Congresso Internazionale di Papirologia p.70 ([place name] Ptolemaic).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηνοβοσκικός — ή, όν, Α [χηνοβοσκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηνοβοσκό («χηνοβοσκικὸς κλήρος», πάπ.) … Dictionary of Greek